επιγάστριος

επιγάστριος
-α, -ο (AM ἐπιγάστριος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στην κοιλιά, στο επιγάστριο («επιγάστριες φλέβες και αρτηρίες» — οι φλέβες τών κοιλιακών τοιχωμάτων)
2. το ουδ. ως ουσ. το επιγάστριο(ν)
το μέρος τού σώματος από τον θώρακα ώς το εφηβαίο και κυρίως το τμήμα πάνω από τον ομφαλό
αρχ.
αυτός που ασχολείται μόνο με τη γαστέρα του, που κοιτάει μόνο την κοιλιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -γάστρ-ιος < γαστήρ, γαστρ-ός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπιγάστριον — ἐπιγάστριος over the belly masc/fem acc sg ἐπιγάστριος over the belly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγαστρίου — ἐπιγάστριος over the belly masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγαστρίων — ἐπιγάστριος over the belly masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγαστρίῳ — ἐπιγάστριος over the belly masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγάστρια — ἐπιγάστριος over the belly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • επιγάστριο — Το τμήμα της κοιλιάς που εκτείνεται κατακόρυφα από την ξιφοειδή απόφυση του στέρνου έως δύο δάχτυλα πάνω από τον ομφαλό. Το μεσαίο μέρος του τμήματος αυτού είναι το κυρίως ε. Τα μέρη που βρίσκονται δεξιά και αριστερά από αυτό ονομάζονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”